- μεγαλόβρυχος
- μεγᾰλό-βρῡχος, ον,A loud-bellowing,
λέων Q.S.5.188
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λέων Q.S.5.188
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλόβρυχος — μεγαλόβρυχος, ον (Α) αυτός που βρυχάται δυνατά («μεγαλοβρύχοιο λέοντος», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βρυχος (< βρυχῶμαι), πρβλ. ερί βρυχος] … Dictionary of Greek
μεγαλοβρύχοιο — μεγαλόβρυχος loud bellowing masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοβρύχου — μεγαλόβρυχος loud bellowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek